- ἀρθροπέδαν
- ἀρθροπέδᾱν , ἀρθροπέδηband for the limbsfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωλεσίβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού αρχ. ὀλεσί βωλος* με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek